Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Αφήγηση της Σαρακατσάνας, Κας Μαρίας Καραφυλλιά, για τον Καπετάν Γαρέφη!


Μαρτυρία της Κας Μαρίας Καραφυλλιά για την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα και τον θάνατο του Κώστα Γαρέφη:

''Γεννήθηκα το 1924 στο Μπέλλες, τ’ 'Αη Γιάννη του Κλήδονα την ημέρα, 7 Ιουλίου του Θεριστή με το παλιό. Η μάνα μου την παραμονή έπλενε στο ποτάμι, πέρα απ’ τα καλύβια με τα καζάνια και τους κόπανους. Την άλλη μέρα το πρωί, σηκώθηκε να απλώσει τα ρουχα σ’ κόρτσες, στα κέδρα άπλωσε το ένα, πήγε να πάρει τ’ άλλο και γεννήθηκα εγώ. Είμαστε τέσσερις αδελφές κι ένας αδελφός. Ο πατέρας μου ήταν ο Δημήτρης (Μπούτος) Ντέντας και η μάνα μ’ η Ζωή ήταν απ τ’ς Τυχαλαίοι απ’ τας Σέρρας. Το καλοκαίρι είμασταν στο βουνά στο Μπέλλες και το χειμώνα στη Λιβαδιά κάτω, κοντά στα Πορώια. Στο Μπέλλες είμασταν ακριβώς στα σύνορα, εκεί ήταν κι ο στρατός, εκεί στα καλύβια μας τους είχαμε. Εκεί στο Μπέλλες ο πατέρας μ΄ είκοσι οικογένειες είχαμαν, όλο το βουνό το είχε. Το καλό Μπέλλες απ΄ τη Μακρυνίτσα το χωριό μέχρι τη Φιλύρα το είχε με το ενοικιοστάσιο. Ένα τσελιγκάτο, εκεί δεν είχε άλλο, πιο πέρα ήταν οι Γεωργουλαίοι από το Βαφειοχώρι, οι Καλτσαίοι, στις Μουριές οι Ζαγναφεραίοι, οι Ψαρραίοι, μετά ήταν οι Καρακωσταίοι, οι Γεωργανταίοι και στη Ροδόπολη οι Τσαλαίοι.


Ο Κώστας Γαρέφης με το σώμα του, όλοι τους Πηλιορήτες Ήρωες!


Μέχρι το 1912 στο Μπέλλες είχαμε Βουλγαρία και ήταν το κομιτάτο και όταν έγινε ο πόλεμος το 1912 οι δικοί μας ήταν εκεί στα καλύβια. Οι Βούλγαροι αντιστέκονταν να μη χάσουν τη Μακεδονία και μόλις πήγαν εκεί στο βουνό, οι δικοί μας άφησαν τα πρόβατα και μπήκαν σε μία χαράδρα μεσα, όλες οι οικογένειες. Έβλεπαν από εκεί από τη χαράδρα που οπισθοχωρούσαν. Κάτι Βλάχοι από τη Βέροια είχαν το τυροκομείο και πέρναγε ο στρατός και έπαιρναν κασέρι, αγόραζαν για να φάνε. Ο πατέρας μου πήγε κι αυτός στο τυροκομείο, έρχεται ένας Βουλγαράκος, στρατιώτης ταλαίπωρος, τον έβαλαν λίγο γάλα με ψωμί, έρχεται ένας Έλληνας αξιωματικός μ΄ ένα άλογο, και μ΄ ένα σπαθί να τον πάρει το κεφάλι. Τι φεύγετε σκυλιά του λέει, τι φεύγετε; Αυτός άφησε το φαί κι έφυγε. Φεύγει και ο πατέρας μου, παγαίνει στη χαράδρα που ήταν οι οικογένειες και σε λίγη ώρα περνάει κομιτάτο, Βούλγαροι πολλοί. Παίρνουν τους τυροκόμους τέσσερα άτομα, τον πατέρα, δυό παιδιά λεβέντες κι ένα παιδάκι δέκα τρία χρονών και τους σκότωσαν. Ακούσαμε εμείς και λέει ο πατέρας μ’ τ΄ς σκότωσαν τ΄ς μπατζιαραίοι. Η γιαγιά μ’ είχε ένα παιδάκι ένα χρονών κι αυτό έκλαιγε. Βγάζει το σουγιά για να το σφάξει γιατί έκλαιγε για να μην τους προδώσει. Και μία άλλη κι αυτή είχε ένα μωρό και ’γώ θα σφάξω το δικό μου είπε. Και πάει η αδελφή του πατέρα μου η μεγάλη και αρπάζει το παιδάκι και λέει μάνα τρελάθηκες, θα σφάξεις το παιδάκι; το πήρε το κούνησε και κάποια στιγμή σταμάτησε. Το βράδυ ένας γέροντας λέει εγώ θα πάω να πάρω λίγο αλεύρι από τα καλύβια. Υπήρχε όμως ένας Βούλγαρος σκοπός, τον είδε κι άρχισε να ρίχνει και αυτός παράτησε τ΄αλεύρι, άρχισε να κατρακυλάει κι έφυγε. Όλο το βράδυ τα όπλα άναψαν και μετά οι Βούλγαροι οπισθοχώρησαν κι άλλο κι έφυγαν και από εκεί. Τα ξημερώματα βλέπουμε τούς τσολιάδες. Ο πατέρας μου ήταν πολύ τολμηρός, μικρό παιδί αλλά τολμηρός. Ο παππούς μου δεν τον άφηνε αλλά εγώ θα βγω είπει. Πηγαίνει εκεί, βγαίνει ένας αξιωματικός, τι είστε παιδιά μ εσείς; Σαρακατσιάνοι είμαστε, είμαστε εδώ με τα πρόβατα, αλλά εψές το βράδυ αυτό κι αυτό, ένας δικός μας πάει να πάρει αλεύρι, έπεσε στην ενέδρα κι άναψε η γραμμή. Που είναι οι οικογένειες ; Να εκεί στο χαντάκι τις έχουμε μέσα και γλύτωσαν. Σ'κώνονται οι αξιωματικοί με τους τσολιάδες να πάνε να τους βγάλουν γιατί δεν έβγαιναν, φοβόνταν. Τελικά τους έβγαλαν πεθαμένοι απ την πείνα. Οκτώ μέρες εκεί κι έτρωγαν μόνο κάτι τούρτες, ρίζες. Και μόλις τους είδαν οι τσολιάδες έβγαλαν ψωμί και ό,τι είχαν και τους έδωσαν. Πήγαν μετά στα καλύβια κι εκεί βρήκαν και τ΄ςσκοτωμένοι τ΄ς μάστορες. Λέει ο αξιωματικός θα φύγετε από εδώ, μάστε τα πρόβατα και τις οικογένειες και τραβάτε προς το Κιλκίς, το Κιλκίς ελευθερώθηκε, θα πάτε εκεί. Εδώ θα γίνει μάχη. Πράγματι έφυγαν και την άλλη τη μέρα έγινε η μάχη και χίλιοι νεκροί τσολιάδες και χίλιοι τραυματίες και Βούλγαροι δέκα πέντε χιλιάδες σκοτωμένοι. Είχαν πάρει ένα Σαρακατσιάνο, Τζιότζιο τον έλεγαν δεν είχε παιδιά, μόνο τέσσερα κορίτσια και τους έδειξε τα μέργια. Έκανε σαράντα μέρες εκεί και οι δικοί του είπαν ότι σκοτώθηκε και τον έκαναν και σχώριο. Και την ημέρα που έκαναν το σχώριο ήρθε αυτός μ’ ένα άλογο που τον έδωσε ο στρατός. Ύστερα έγινε ανακωχή κι ο πόλεμος σταμάτησε.

Οι Κωνσταντίνος Γαρέφης από τις Μηλιές Βόλου (καθήμενος) και Βασίλειος Παπακώστας ο οποίος έχει το όπλο του παρά πόδας. Και οι δύο είναι ντυμένοι με ντουλαμά. Ο Παπακώστας φέρει αραβίδα Μannlicher Μ 1893 και ο Γαρέφης αραβίδα Gras πυροβολικού Μ 1874.

Παιδί ήμαν, τα καλοκαίρια παγαίναμε στα β’νά αλλά δεν μπορούσαμε να κάτσουμε πολύ, τον Αύγουστο κατεβαίναμε νωρίς γιατί ήταν το κομιτάτο. Τότε από το 1924 μέχρι το 1940 εκεί στα Πορώια είχαμε το κομιτάτο εμείς. Τι σαν είχε στρατό, πιάνονται οι κλέφτες ; Τέσσερις κομιτατζήδες λήσταρχοι, αλώνιζαν την περιφέρεια αυτή, είχαν ομάδα στο βουνό και δεν μπορούσαν να τους πιάσουν. Στο βουνό ήταν τα καλύβια τα θ’κά μας, Κίσμπουναρ λέγονταν το μέρος που είμασταν και είχαμε και διμοιρία στρατού. Εκεί δεν έβλεπες άνθρωπο, μόνο στρατό, αλλιώς έπρεπε να κατέβεις στα Πορώια. Εμείς δώδεκα καλύβια είχαμε γύρω γύρω από την αυλη. Μόλις έβγαιναμε στο βουνό ο πατέρας μ΄ έκανε πυροβολεία με πέτρες γιατί ήταν το κομιτάτο και άμα βλέπουν τα πυροβολεία σου λεν αυτοί φυλάν εκεί πέρα. Οι άντρες ήταν στα πρόβατα και φοβόνταν μη τους σκοτώσουν τις γυναίκες.


Οικογένειες Καραφυλλιά (Κουτρουζούλα) και Γκόγκου – περ. 1900.
Κάτω ο Δημήτρης Καραφυλλιάς, πατέρας του πεθερού της αφηγήτριας.
Στο καλύβι του σκοτώθηκε ο Κώστας Γαρέφης.

Ο Γαρέφης στου πεθερού μου το καλύβι σκοτώθηκε, νιόπαντρος ήταν ο πεθερός μου. Όταν τον τραυμάτισαν, είπε φέρτε μου ένα ζωνάρι και έβγαλε ο πεθερός μου το ζωνάρι και το΄δωσε και το αίμα μπουρμπούλιαξε και πάει πέθανε.
Ο Γαρέφης ήρθε απ΄ το Πήλιο και ήταν άξιο παληκάρι. Κρατούσε δυό ζ΄γούρια έτσι και τα΄γδερναν οι άλλοι. Πήγαν εκεί στο Μπόρτσκο απάνω στο βουνό που ήταν οι δικοί μας οι Σαρακατσιάνοι οι Καραφυλλαίοι, ένα μπατζιό είχαν και ήρθε εκεί και τους έπιασε, πού θα βρούμε τους κλέφτες λέει, ήθελε να κυνηγήσει το Λούκα και τον Καρατάσο. Ο αδερφός του πεθερού μου, ο μεγάλος αδελφος ο Γιώργος ο Καραφυλλιάς, αυτός ήταν Κεχαγιάς, πολύ άξιος άνθρωπος, λέει εγώ είμαστε μπράτ΄μοι με τον Τ. που ήταν με τους κομιτατζήδες μαζί. Έρχονται σε μας λέει και τρων και πίνουν και παίρνουν ό,τι θέλουν.
Λέει ο Γαρέφης, θα νηστέψω και θα με βοηθήσεις να σκοτώσω τον Τσαμαλούκα και τον Καρατάσο. Τον έστελναν πιπεριές ψημένες οι γ’ναικες κι έβαζε λαδάκι και ξύδι κι έτρωγε, νήστευε.
Ήρθαν οι Βούλγαροι με τριάντα άτομα, θα μας ψήσεις τόσα αρνιά απόψε και θα κάνετε τόσες πίττες. Έρχονται εκεί στα καλύβια, οι άλλοι πήγαν στα άλλα τα καλύβια και ο Τ. με αυτούς ήρθαν στου πεθερού μ΄ το καλύβι. Ο Τ. ηταν με τ΄ς Βουλγάροι αλλά ύστερα ήρθε και προσκύνησε, γύρισε με το ανταρτικό το Ελληνικό. Είχαν τουλούμια τυρί εκεί μέσα, τώρα αυτοί ήξεραν οι δικοί μας ότι θα έρθει ο Γαρέφης και λέει ο πεθερός μου, αυτά τα τυριά θα τα βγάλω έξω, γιατί άναψατε φωτιά μέσα και θα ζεσταθούν. Βγάλτα λένε οι Βουλγάροι, δεν κατάλαβαν. Ήρθαν αυτοί, έφαγαν, ήπιαν, μέθυσαν κιόλα, λέει ο Γαρέφης εγώ θα μπω μέσα, θα κάνω χρήση, θα βγω με τα πίσω. Δεν θα ρίξετε, όποιος βγει έτσι σκοτώστε τον.
Οι γ’ναίκες κι αυτοί είχαν φύγει όλοι απ΄ τα καλύβια γιατί θα γένονταν μάχη. Οι άλλοι ώσπου να μπεί ο Γαρέφης μέσα στο καλύβι, οι άλλοι οι Σαρακατσιάνοι, έπιασαν όλους τους σκοπούς τους Βούλγαρους και τους σκότωσαν.



Η σκηνή της εξόντωσης των αρχικομιτατζήδων από τον Γαρέφη μέσα στη Σαρακατσάνικη καλύβα, όπως έχει σχεδιαστεί σε όλο το επικό της μεγαλείο από το λαϊκό ζωγράφο του Μακεδονικού Αγώνα Σωτήρη Ζήση.ΦΩΤΟ: Ιστολόγιο Yauna Takabara.

Μόνος του μπήκε και ο Τ. και βγήκε. Ο Γαρέφης μπαίνει, τους σκοτώνει όλους και βγαίνει έτσι. Δεν πάλεψε, ο πεθερός μ΄ εκεί ήταν. Έξι άτομα σκότωσε, δεν ήταν ένας, έξι. Σηκώθηκε ο ένας απ΄ αυτούς, έβαλε την λόγχη εκεί που ήταν και σηκώθηκε να τον καρφώσει. Τον έπιασε απ΄ τα γέννια και θυμόνταν πόσες σφαίρες είχε. Οι άλλοι έφαγαν από μία, εσύ να φας τρείς του΄πε. Τον σκότωσε κι αυτόν κι έπεσε με το κεφάλι στη φωτιά απάν και κάηκε, κλαηκαν όλα τα γέννια τ΄ . Η ρόκα, τα μαλλιά όλα κάηκαν μέσα έλεγε η πεθερά μ . Και βγαίνει όξω ο Γαρέφης και τον σκότωσαν κατά λάθος. Τον σκότωσαν την ημέρα του Σωτήρος. Βογγούσε αυτός. Μη βογγάς του’λεγαν Καπετάνιε. Έχω πόνο λέει γι΄ αυτό βογγάω. Μη φοβάστε λέει. Φέρτε τ΄αλογο μου να το δω. Άχ γιόκα μ’, ποιός θα σε καβαλλικεύει τώρα. Διάλεξε ποιό παιδί να βάλει αρχηγό, εσύ πάρε τη σφραγίδα μου, πάρε το άλογο μου. Ξεψύχησε και μάζεψαν άγρια λούλουδα οι γυναίκες, τον άλλαξαν, τον έβαλαν λουλούδια, τον έκλαψαν, τον μοιρολόγησαν οι γ’ναικες όλες και τον πήραν από κει και τον πήγαν στ΄ς Γιαννακ΄λαίοι. και μετά τον έθαψαν.




Οι Σαρακατσιάνοι οι δικοί μας μετά τα ’καψαν τα καλύβια. Το πρωί ήρθαν οι Τούρκοι, πήραν τον αδελφό του πεθερού μου και τον έκλεισαν φυλακή. Όμως τον αξιωματικό που έκανε ανακρίσεις τον έδωσαν διακόσιες λίρες οι δικοί μας και άλλαξε τις καταθέσεις και τον έβγαλαν ύστερα. Και τον έδωσαν αυτόν το θείο λίγα στρέμματα χωράφια στην Αγχίαλο, ως μακεδονομάχο.
Η πεθερά μ’ λέει, τα στρώματα που είχα στρωμένα νύφη, ήταν όλο αίμα, τα πέταξα όλα, δεν έμεινε τίποτα, δεν είχα βελέντζα να σκεπάσω τα παιδιά μ’. Και την έστειλε βελέντζες η μάνα της Αρετης του Κολοβού. Και σε λίγες μέρες οι Βούλγαροι πιάνουν του πεθερού μου τον θείο, τον μπάρμπα Νάσιο και τον βγάζουν την ψυχή με τη λόγχη. Και είχε επτά κορίτσια αυτός, αγόρι δεν είχε. Έψαξαν να τον βρούν και πάει και τον βρίσκει ένα σκυλί κι έκατσε και ουρλιόνταν. Τον βρήκαν μετά από δέκα πέντε μέρες. Οι δικοί μας από κει έφυγαν και πήγαν στης Αλβανίας τα βουνά. Οι Καραφυλλαίοι παλιά λέγονταν Γιαννακαίοι αλλά αναγκάστηκαν και άλλαξαν το όνομα. Έφυγαν από δω γιατί τους ζητούσαν οι Βούλγαροι.
Τον πατέρα του πεθερού μου εκεί τον έχουν θάψει, 104 χρονών πέθανε. Πήγαν οι δικοί μας με τα εγγόνια του μπάρμπα του Γιώργου και βρήκαν τον τάφο του παππού, την εκκλησία και μία βρύση που έκαναν. Καθόμασταν τα βράδυα και μας τα΄λεγε ο πεθερός μ΄ και η πεθερά μ΄ ακόμα φοβάνταν και δεν ήθελε να μιλάει''.


ΠΗΓΗ: http://sarakatsanoi.blogspot.gr/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου